ἀποφοιτήσει

ἀποφοιτήσει
ἀποφοιτάω
cease to attend
aor subj act 3rd sg (attic epic ionic)
ἀποφοιτάω
cease to attend
fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀποφοιτάω
cease to attend
fut ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀ̱ποφοιτήσει , ἀποφοιτάω
cease to attend
futperf ind mp 2nd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀ̱ποφοιτήσει , ἀποφοιτάω
cease to attend
futperf ind act 3rd sg (attic doric ionic aeolic)
ἀποφοιτάω
cease to attend
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποφοιτάω
cease to attend
fut ind mid 2nd sg
ἀποφοιτάω
cease to attend
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • προλύτης — ὁ, ΝΜΑ [προλύω] συν. στον πληθ. οι προλύτες και οἱ προλύται (βυζ.) σπουδαστές δικαίου που είχαν συμπληρώσει το προτελευταίο, δηλαδή το πέμπτο, έτος τών σπουδών τους και οι οποίοι ονομάζονταν έτσι σε αντιδιαστολή προς τους λύτες, που είχαν ήδη… …   Dictionary of Greek

  • Γουίλσον, Χάρολντ — (Harold Wilson, Χάντερσφιλντ 1916 – Λονδίνο 1995). Άγγλος πολιτικός. Γεννήθηκε σε μικροαστική οικογένεια και έδειξε από νεαρός εξαιρετικές πνευματικές ικανότητες. Σε ηλικία μόλις 21 ετών κατόρθωσε να αποφοιτήσει αριστούχος από την Οξφόρδη με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κανελλής, Μανόλης — (Χανιά 1900 – 1980). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, υπήρξε ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού Ατλαντίς, ενώ συνεργάστηκε και με διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Καντάφι, Μουαμάρ Αλ — (Muammar al Qaddafi, Μεγάλη Σύρτη 1942 –). Λίβυος στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης. Σπούδασε γεωγραφία για μια τριετία στο πανεπιστήμιο της Βεγγάζης, χωρίς όμως να αποφοιτήσει. Μεταπήδησε στη Στρατιωτική Aκαδημία της Βεγγάζης, από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Λόρεντς, Κόνραντ — (Konrad Lorenz, Άλτενμπεργκ, Αυστρία 1906 – 1989). Αυστριακός γιατρός. Αν και αρχικά ενδιαφερόταν να ασχοληθεί με την παλαιοντολογία και τη ζωολογία, σπουδάζοντας ιατρική ανακάλυψε ότι η συγκριτική ανατομική και εμβρυολογία προσέφερε καλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • Μάλικ, Τέρενς — (Terrence Malick, Γουέικο, Τέξας 1943 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός. Πήρε πτυχίο φιλοσοφίας από το Χάρβαρντ και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στο κολέγιο Μάγκνταλεν της Οξφόρδης, χωρίς να αποφοιτήσει. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Μάντελσταμ, Όσιπ Εμίλιεβιτς — (Osip Emilievich Madelstam, Βαρσοβία 1891 – Βλαδιβοστόκ 1938). Ρώσος ποιητής εβραϊκής. Ήταν γιος ενός ευκατάστατου εμπόρου δερμάτινων ειδών και μιας δασκάλας πιάνου. Αφού διδάχθηκε κατ’ οίκον κατά την παιδική του ηλικία, ο Μ. φοίτησε στο ονομαστό …   Dictionary of Greek

  • Μέισι, Άνι Σάλιβαν Μάνσφιλντ — (Annie Sullivan Mansfield Macy, Μασαχουσέτη 1866 – Νέα Υόρκη 1936). Αμερικανίδα ειδική παιδαγωγός. Σε ηλικία 5 ετών προσβλήθηκε από τράχωμα (σπάνια ασθένεια των οφθαλμών), η οποία την οδήγησε σε τύφλωση· ανέκτησε την όρασή της, κατόπιν επεμβάσεων …   Dictionary of Greek

  • Μιχαηλίδης-Νουάρος, Μιχαήλ — (1879 – 1954). Φιλόλογος. Καταγόταν από την Κάρπαθο της Δωδεκανήσου. Το 1902 αφού είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο της Αθήνας, εργάστηκε ως καθηγητής στην Κρήτη και αργότερα στο Ροβέρτειο Λύκειο της Κωνσταντινούπολης. Διετέλεσε επίσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”